Ένα μακρινό μα τόσο κοντινό καλοκαίρι .

Στην μνήμη του Παντελή .

Πάνε κάμποσα χρόνια από τότε που στο γραφικό λιμανάκι του Κότζινου που φύλαγε τα καίκια από τον κυρ βοριά υπήρχε το μοναδικό ταβερνάκι του μπάρμπα Νικόλα και της κυρά Ανδρομάχης .

Σε μια από κείνες τις μέρες του καλοκαιριού ακούω ένα πρωινό τον καπετάν Παντελή , τον μεγάλο αδερφό της Μαρούλας , να μου λέει .

-Θα ‘ ρθεις να πάμε να σηκώσουμε τα δίχτυα ;

Άλλο που δεν ήθελα ! Φυσικά και δέχθηκα με χαρά , μιας και για πρώτη φορά θα πήγαινα με την Ευαγγελίστρα του , πέρα από το λιμάνι ανοιχτά στο μαγευτικό πέλαγος , και όπου θα έβλεπα την διαδικασία του μαζώματος των διχτυών της από τον Παντελή στην θάλασσα

Ξεκινήσαμε λίγο πριν το μεσημεράκι αράζοντας για λίγο κατόπιν σ ‘ένα κολπίσκο κάπου προς την Αγια Θύμ ( Αγία Ευφημία ) και κατόπιν ξανοιχτήκαμε να δούμε τις σημαδούρες για να σηκώσει τα δίχτυα ο καπετάνιος .

Φτάνοντας στο μέρος όπου ήταν τα δίχτυα κι ενώ ήμουν πρίμα βαστώντας την τιμονιέρα της προπέλας ( έτσι λέγετε ; ) παρακολουθούσα τον Παντέλο να βγάζει τα δίχτυα του από την θάλασσα του Αιγαίου , κατάφορτα γεμάτα αστακούς γεμίζοντας την πλώρη και τα πλαϊνά του καικιού του !

Η χαρά του καπετάν Παντελή Μαυρουδή απερίγραπτη .

– Ε ρε Θύμιο ποδαρικό που μου ‘ καμες , ακούω να μου λέγει !

Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής για τον Κότζινο , αργά το απόγευμα , κι ενώ βοηθούσα στο ξαρμάτωμα , ( πιο ξαρμάτωμα … χαμός γινόταν ) τηλεφώνησε στην Φωτεινή να έρθει πίσω στο λιμανάκι .

Φτάνοντας κι ενώ έπεφτε ένα μαγευτικό σούρουπο δένοντας την Ευαγγελίστρα του , είδαμε να μας περιμένουν τα κορίτσια .

Η Φωτεινή μαζί με την Μαρούλα που παίρνοντας κάμποσους αστακούς πήγαν στο καφενέ του μπάρμπα Νικόλα όπου και τους έβρασαν μαζί με την κυρά Ανδρομάχη .

Βγαίνοντας μετά από λίγο κι εμείς από το καΐκι , το τραπεζάκι είχε ετοιμαστεί φορτωμένο με αστακούς στο λαδολέμονο στα πιάτα , με το ρακί και το κρασί ,

και με την Φωτεινή την Μαρούλα την κυρά Ανδρομάχη και τον μπαρμπά Νικόλα να μας περιμένουν .

Σχολιάστε