Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ

Το βασιλικόν σκήπτρον καλώς εξεταζόμενον
ουδέν άλλο είναι η λαβη μάστιγος .
Εμμανουήλ Ροίδης .

Ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος -Δημοκρατικός και αντιφασιστικός στη βάση του και στις εκδηλώσεις του –
είχε σαν φυσιολογική συνέπεια το σάρωμα πολλών θρόνων από κείνους που δεν είχε παρασύρει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος Αν εκείνος είχε ρίξει σε συντρίμμια πανίσχυρες εξουσίες σαν των Ρωμανώφ , των Χοετζόλλερν ,,των Αψβούργων , των Σουλτάνων ,
τούτος ισοπέδωσε τις μικρότερες αλλά πάντα ισχυρές εξουσίες των Καραγεώργεβιτς στη Σερβία , των Κοβούργων στη Βουλγαρία ,της Σαβοίας στην Ιταλία , του Αχμέτ Ζώγου στην Αλβανία ,και του ( ίσκιου ; .. ) – οίκου των Αψβούργων στην Ουγγαρία .

Αποτελούν σχεδόν το σύνολο των βασιλικών οίκων ,που για να σώσουν το σκήπτρο τους , ανάμεσα στον πρώτο και δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο , το είχαν στολίσει με τη σβάστικα του Χίτλερ και το φάτσιο του Μουσολίνι . Σχεδόν όλοι όλοι θρόνοι που είχαν παίξει πολιτικό ηγετικό ρόλο μέσα στη χώρα τους , έσβυσαν .
Και δεν έμειναν ορθοί παρά οι άχρωμοι και άσομοι , οι διακοσμητικοί θρόνοι , όπως της Αγγλίας της Ολλανδίας και των σκανδιναβικών χωρών . Όλοι σε χώρες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας .
Δυο μόνον ήταν οι εξαιρέσεις , που έζησε ο κόσμος έπειτα από τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο .

Ήταν η ελληνική και η ισπανική .
Με την ελληνική ο Γεώργιος ξαναγύρισε στο θρόνο του . Και με την ισπαινική ο Φράνκο θα γίνει αντιβασιλεύς ( κατά το πρότυπο του Χόρτυ ) και πιθανόν να ανοίγει έτσι το δρόμο για την παλινόρθωση .
Και οι δυο εξαιρέσεις αποτελούν μια τεχνική ιστορική παλινδρόμηση , μια βίαια στροφή του ιστορικού ρεύματος προς τα πίσω .
Και στην μεν Ισπανία πρόκειται μόνο για ένα ίσκιο πολιτεύματος που ο Φράνκο μέσα στην απελπισία και το αδιέξοδο του σκέφθηκε να επικαλεσθεί μην τύχη και βρει κάποιο στήριγμα στην παράταξη των οπαδών της μοναρχίας .
Στη Ελλάδα όμως η μοναρχική παλινόρθωση είχε ουσιαστικό περιεχόμενο .
Γιατί ξανάφερε στη χώρα σαν «σύμβολον εθνικής ενότητος» τον άνθρωπο που γύρο στο θρόνο του πατέρα του και το δικό του είχε χωρισθεί μέχρις αβύσσου

και αλληλομισηθεί μέχρι θανάτου ο ελληνικός λαός .
Δεν έκανε αρχή βασιλείας στην Ελλάδα ο Γεώργιος Β’ . Με τον παππού του Γεώργιο Α ‘ άρχισε η Δυναστεία Γκλύξμπουργκ , Σλέσβικ , Χολοτάιν , Ζέντεμπουργκ , που από γάμους συγγένεψε με τις δυναστείες των τσάρων Ρωμανώφ και των Κάιζερ Χοετζέλλεον . Εκείνος π περίεργος χρηματιστηριακός πόλεμος του 1897 , ο κουμπάρος του Γεωργίου Α’ Ανδρέας Συγγρός , η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου – όλα αυτά βρισκόνταν σε άμεση σχέση με το Παλάτι .
Και όταν κάτω από συνθήκες που δεν διαλευκάνθηκαν ποτέ
( τότε δεν υπήρχαν κουκουέδες και εαμοβούλγαροι … ) έπεφτε από δολοφονική σφαίρα στη Θεσσαλονίκη ο Γεώργιος Α» ο Κωνσταντίνος γινόταν βασιλιάς και ο κατοπινός Β’ διάδοχος του θρόνου .

Και δεν υπήρξαν παρά μόνο θύελλα και ανωμαλία και εθνική διαίρεση και χαλασμός όλα τα χρόνια που βασίλεψε ο Κωνσταντίνος και ήταν διάδοχος στο πλευρό του ο Γεώργιος .Είναι ζήτημα αν έπειτα από την ιστορία των βασιλέων της φεουδαρχίας , υπάρχει άλλος εστεμμένος των νεωτέρων χρόνων που να έγινε τόσο κομματάρχης και φατριαστής όσο ο Κωνσταντίνος . Και πάντα στο πλευρό του ο διάδοχος .
Στο πλευρό του όταν πήρε το δρόμο της εξορίας στην Ελβετία , γιατί οι Σύμμαχοι – οι Άγγλοι κυρίως οι κατοπινοί προστάτες του –
δεν του επέτρεψαν να ανέβει στο θρόνο γιατί τον θεωρούσαν γερμανόφιλο , όπως και τον πατέρα του .
Επέβαλαν το νεότερο αδερφό του Αλέξανδρο που βασίλεψε ως την ώρα που έχανε ξαφνικά τη ζωή του από δάγκωμα μιας μαϊμούς ..

Ο Γεώργιος ξαναγύρισε στην Ελλάδα μαζί με τον πατέρα του . Αλλά όταν σε λίγο – το 1922 – η στρατιωτική επανάσταση έστελνε τον Κωνσταντίνο για δεύτερη φορά εξορία στο εξωτερικό ο Γεώργιος Β’ ανέβαινε στο θρόνο .
Και άρχιζε μια περιπετειώδη βασιλική σταδιοδρομία ανάμεσα σε ενθρονίσεις, εξορίες , δημοψηφίσματα και παλινορθώσεις .
Μόλις ένα χρόνο έμεινε για πρώτη φορά στο θρόνο του . Και δεν ήταν καν δικός του ο θρόνος αυτός . » Η θέσις του υπήρξεν όλως τυπική κθ ‘ όσον πάσας τας εξουσίας διαχειρίζετο η Επανάστασις » λέει η ψυχρή Εγκυκλοπαίδεια .Αλλά μέσα στα τυπικά του καθήκοντα υπήρξε και μια ενέργεια απίθανη στην τραγικότητα της : Υπέγραψε η ενέκρινε , για να μείνει στο θρόνο του την εκτέλεση των Εξ πολιτικών αρχηγών και του Αρχιστρατήγου του πατέρα του , που τουφεκίστηκαν όλοι από τον σημερινό στυλοβάτη της δυναστείας Στυλιανό Γονατά .

………………. Ο Παύλος ο Α’ διαδέχεται στο θρόνο τον Γεώργιο Β’ .
Στο διάγγελμα του γράφει ότι θα ακολουθήσει το παράδειγμα του αδελφού του . Στο παρελθόν πράγματι το ακολούθησε .
Στη 4η Αυγούστου έπαιξε κι έναν ιδιαίτερο ρόλο στην αρχηγία της ΕΟΝ.

απόσπασμα : άρθρο του Κώστα Καραγιώργη στον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ μετά την απελευθέρωση της χώρας ..

Ο ΧΡΟΝΟΣ

Τα δακτυλικά αποτυπώματα 

του Χρήστου Μπουλώτη . ( απόσπασμα )

Σ ‘ένα τοπίο μινωικό μου αποκαλύφθηκε πρώτη φορά γοητευτικό και επώδυνα το πρόσωπο του χρόνου

Εκεί και τα δακτυλικά αποτυπώματα .

Ήταν θυμάμαι ,καυτός Ιούνιος κι ακόμη πιο καυτός

Ιούλιος του 72 .

Στη σκιά του ιερού όρους Γιούχτα , κατάφυτο αμπέλια

και λιόδεντρα το Φουρνί , ο λόφος δηλαδή απέναντι απ ‘ τις Αρχάνες , που έμελλε εκείνο το καλοκαίρι , δευτεροετής τότε φοιτητής , να μυηθώ στην ανασκαφική πράξη .

Ήταν το πολυπόθητο έναυσμα που , ώσπου να πατήσω το πόδι μου στο μυθικό εν αρχαιολογία Φουρνί ,

μου στοίχισε αγρύπνιες , μια και η ανυπομονησία δεν χωρούσε με τίποτα στο εικοσάχρονο κορμί μου .

Μαζί και η αγωνία αν τελικά θα κατάφερνα να περάσω πάνω απ’ τον πήχυ .

Γιατί όσοι εκθείαζαν την εύνοια της τύχης μου να ανασκάψω σ ‘ένα μινωικό νεκροταφείο , τόσο σημαντικό όσο το Φουρνί , ήξεραν πως μια τέτοια τύχη ξεχωριστή συνεπαγόταν απαιτήσεις απ ‘την μεριά του μυστακιοφόρου διευθυντή της ανασκαφής , που συνήθιζε να κραδαίνει τεχνηέντως το ραβδί του δίκην ομηρικού σκήπτρου .

Υψηλές πράγματι οι απαιτήσεις . Κι εγώ δεν διέθετα τότε για εφόδια παρά ενθουσιασμό και εμμονή να παίξω σοβαρά το παιχνίδι με τον υλοποιημένο χρόνο .

Μόνο που δεν υποπτευόμουν , νεοφώτιστος , πόσο η πρώτη εκείνη ανασκαφική μου εμπειρία θα έγερνε προς τη μεριά υπαρξιακής αγωνίας , πόσο βαθιά θα χάρασσε στο θυμικό εκείνο το πρώτο chiaroscuro.

Από τη μια δοξαστικά τα τζιτζικίσματα , ο κρητικός ήλιος ,

τα μπρούτζινα κορμιά που ιδρωκοπούσαν με το χτύπο της σκαπάνης , κι από την άλλη τα απογυμνωμένα οστά , δεκάδες σκελετοί Μινωιτών σε πήλινες λάρνακες , κι άλλα οστά από ανακομιδές – ο τάφος ήταν ασύλητος , πρώιμος «θολωτός «, μιας διευρυμένης οικογένειας ίσως .

Μέσα σε λίγες ανασκαφικές μέρες είχα προνομιακά ταξιδέψει τέσσερις ολόκληρες χιλιετίες , ίσαμε το ανώνυμο πένθος , δοξασίες μεταθανάτιες , ταφικές πρακτικές , που σύντομα θα γίνονταν επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος και επίλεκτα εκθέματα στο Μουσείο Ηρακλείου , αφού πλούσια τα κτερίσματα των ταφών .

Στα είκοσί μου βρέθηκα καταμεσής σ ‘ένα πλήθος άντρες και γυναικόπαιδα από την άκρη του μινωικού χρόνου ,που με οδηγούσαν και με πήγαιναν κατακαλόκαιρα όπου τους πήγαιναν – έτσι τουλάχιστον ένιωθα τότε .

Όμως εγώ δεν ήμουν ούτε το φως των ματιών τους ,

ούτε η μνήμη τους , ούτε οι επιθυμίες που συνέπαιρναν πάλαι ποτέ το κορμί τους .

φωτογραφία : Ανασκαφές στο Κουκονήσι Λήμνου

Προβολές Κινηματογραφικής Κοινότητας ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ ΒΟΛΟΥ

Πάμε στην μεγάλη οθόνη

γιατί εκεί μάθαμε να αγαπούμε τον κινηματογράφο .

Από τα παιδικά μας χρόνια που περνούσαμε το σιδερένιο γιοφύρι

του σιδηροδρομικού σταθμού με τα σάλτα μας

για να πάμε στο Λυρικό και στην ΝΙΚΗ τα πρωινά ,

από το ΑΧΙΛΛΕΙΟ την ΤΙΤΑΝΙΑ το ΑΤΤΙΚ τον ΚΡΟΝΟ

και το ΛΙΝΤΟ αργότερα ,

μέχρι την Κινηματογραφική Κοινότητα -Λέσχη –

της ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ ως τις μέρες μας που για 37 χρόνια από την αίθουσα των συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Νέας Ιωνίας , του Λίντου , και τελευταία του Αχίλλειου και του Μεταξουργείου ,έφερνε στην μεγάλη οθόνη αξιόλογες ταινίες σκηνοθετών .

Αλήθεια τι συμβαίνει και δεν συνεχίστηκαν οι προβολές της κοινότητας μετά το σταμάτημα της εδώ και τρία χρόνια

κοντά , λόγο του Κόβιντ ;

Γιατί αυτή η σιωπή εκεί στον Βόλο και στην Νέα Ιωνία για την Κινηματογραφική Κοινότητα μας ;

Χριστουγεννιάτικη Τρικυμία

Μνήμη και τριαντάφυλλα

για την Στέλλα Παναγοπούλου

την καλλονή .

του Ηλία Λεφούση . δημοσιευμένο στο Βολιώτικο περιοδικό ρόπτρο.

Η θάλασσα δέρνονταν μες τους κάβους και μες στα μουράγια .

Μούγκριζε όλος ο κόλπος τη νύχτα .

Ο άντρας διάβαζε μία εφημερίδα παλαιών ημερών – ένα περιτύλιγμα .

Η γυναίκα έπλεκε ένα τσουράπι δίπλα στη σόμπα , μοναστήρι της Παναγιάς ,

νήσος Τρίκερι τη … .

Η ‘ φημερίδα έκαμε λόγο για κάποια Χριστούγεννα , καιρών άλλων .

Μίλαε για την πόλη , για πρόσωπα και για πράγματα , για σπίτια και για γειτονιές , για πλούσιους και για φτωχούς , για μανάδες και για πατεράδες , για ξενητιές και γι ‘ αρφάνιες .

Τη γιρλάντα του κόσμου που τρεμόπαιζε μες τη νύχτα

Η γυναίκα είχε εντυπωσιαστεί απ ‘αυτά που άκουγε , σταμάτησε το πλέξιμο κι έβανε αυτί ν ‘ακούσει καλύτερα .

– Ψηλά η εφημερίδα έγραφε : στο χριστουγεννιάτικο σπίτι απόψε όλοι μαζί ! ..

Ο άντρας έβγανε να σκουπίσει τα γυαλιά του , είχε βουρκώσει .

«Βράδυ , έγραφε η εφημερίδα , – η λαϊκή γειτονιά σκιρτάει , η λαική συνοικία ανασαίνει .

Ω , δεν είναι η νερατζιά που χρυσίζει , δεν είναι η μουσμουλιά που ανθίζει , είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο που λαμπυρίζει , που έκαμε κιόλας την εμφάνισή του .-

Η γυναίκα ταξίδευε σ ‘αλαργινούς καιρούς , σε μέρες αρχαίες .

Πρόσωπα – φωτοστέφανα διάβαιναν μπρος στα μάτια της , που μια υπήρξαν και μια χάθηκαν , μες στα απύθμενα βάθη του χρόνου .

Εκείνος καθώς άκουγε τη θάλασσα να ρεκάζει , τράβηξε την κάπα στις πλάτες του . » Στο χαμηλό παράθυρο ,συνέχισε να διαβάζει , – και στο ψηλό μπαλκόνι , η χριστουγεννιάτικη εικόνα προβάλει παντού .

Στα ψηλά και ταπεινά σπίτια της γειτονιάς , πλούσια και φτωχά το χριστουγεννιάτικο δέντρο αναβοσβήνει , καθώς πέφτει η νύχτα .Δεν μπορείς να διαβείς απικεί ασυγκίνητος , η καρδιά σου κάτι μιλάει , κάτι κλαίει για σένα φίλε

Ο άντρας έβγανε να σκουπίσει τα γυαλιά του .

Είχαν θαμπώσει τα μάτια του – και πάλι .

«Πίσω απ ‘ τα χρυσάνθεμα , συνέχισε να διαβάζει , – πίσω απ ‘ τις κουρτίνες και πίσω απ ‘ τις βουκαμβίλιες , τα φωτάκια λαμπυρίζουν και τρεμοσβήνουν .

Παιδικές σιλουέτες σαλεύουν , παιδικές φωνές ακούονται .

Χριστούγεννα η χαρά των παιδιών , η χαρά των μητέρων .

Το μεροκάματο , μεροκάματο , το χωράφι χωράφι , το έθιμο , έθιμο .

Εκείνη να φροντίσει τα παιδιά , εκείνη να φέρει τα δώρα , εκείνη να στολίσει το σπίτι , για τη μεγάλη γιορτή . Να στρωθεί το χριστουγεννιάτικο τραπέζι , να συγκεντρωθεί η οικογένεια , να περάσει ο ένας την αγάπη στον άλλον σ ‘αυτή τη συνάντηση .

Φοιτήτρια η Κική , με τις σύγχρονες ιδέες , σπουδαστής ο Χρίστος , με τους πολιτικούς φανατισμούς του , μα πάντως είναι εκείνος που καταρρέει μπρος στη μητέρα , που είναι η ψυχή της οικογένειας , γιατί όπου ακουμπάει ανθίζει , όπου πατάει μοσκοβολάει . Ο πρώτος κι ο τελευταίος λόγος .

Η γυναίκα είχε σταυρώσει τα χέρια απόκάτω απ ‘ την ποδιά της .

Η ανέμη των συλλογισμών της γύριζε -γύριζε μέσα της .

«Να μαζευτούν τα παιδιά , να κουβαληθούν τ ‘αγγόνια , συνέχισε ο άντρας , να κοπιάσουν οι γαμπροί , οι ψυχραμένοι για τα κληρονομικά , μα τόσο παροπλισμένοι απ ‘ τη παρουσία της μάνας , τόσο μετρημένοι στα λόγια τους για να μην πικράνουν εκείνη , που αυτή η βραδιά , η παράδοση τη θέλει Κυρία τη θέλει βασίλισσα .

Εκείνη στρώνει και κείνη ξεστρώνει , εκείνη εγκρίνει και κείνη απορρίπτει , εκείνη αφοπλίζει με το χαμόγελο της .

Στη μέση η μάνα , πιο κουρασμένη απ ‘ τα περισινά Χριστούγεννα , περισσότερο αποσταμένο το πρόσωπο της , μα τόσο λαμπερό , τόσο ελκυστικό .Σπιθίζουν τα μάτια της , για παιδιά και γι ‘ αγγόνια , για γαμπρούς και για νυφάδες , γι ‘αντραδέρφους και γ ‘ αντραδέρφες , για την κοινωνία την πάσα , για μια συνεννόηση .

Αλύγιστη μπροστά στις δυσκολίες της ζωής , μπρος στα δεινά και μπρος στις ντροπές , πάντα αεικίνητη , πάντα παρούσα .

Βγάντε τη μητέρα απ ‘ το σπίτι , αφαιρέστε τη μάνα απ ‘ το χριστουγεννιάτικο τραπέζι , και θα δείτε τι παγωνιά , τι αξίζει η εικόνα , που δεν της λείπει το χαμόγελο , που δεν της λείπει η αγάπη . «

Η γυναίκα κοίταγε λοξά τον άντρα κι άκουγε εκείνα που διάβαζε .

Εκείνα τα γλυκά πράγματα , που έγραφε εκείνος ο δημοσιογράφος , σε κείνη τη φημερίδα .

Ο άντρας συνέχισε το διάβασμα του :

«Το παράθυρο του λαικού σπιτιού , εκεί στη φτωχική γειτονιά , φεγγοβολάει , η ατμόσφαιρα είναι γιορταστική . Θα είναι ίσως να γυρίσουν εκείνοι οι αναμενόμενοι απ ‘ τα μεγάλα ταξίδια , εκείνοι που λείπουν , να καθήσουν στο τραπέζι της αντάμωσης .

Η μάνα στέκει στο παράθυρο και κοιτάει λοξά τον παγωμένο δρόμο του Δεκεμβρίου , τα σπουργίτια που τιτιβίζουν μες το σούρουπο , κάποιοι ίσκιοι διαβαίνουν στο στενάκι . Μπορεί νάναι εκείνοι που αναμένονται , εκείνοι που φύγαν κι αργήσανε τόσο για νάρθουν , απ ‘ τα μεγάλα ταξίδια του γυρισμού !

Ο άντρας σταμάτησε και πάλι το διάβασμα .

Ρυάκια δακρύων κύλαγαν στα σκαμμένα του μάγουλα .

Άφησε τη φημερίδα στο γόνατο και πήρε να στρίψει τσιγάρο πάνω στη βράκα του .

Ένα τσιγάρο της πίκρας και της αναπόλησης .

Το μαντήλι της γυναίκας είχε μουσκέψει .

» Μητέρα φτωχού μοναχικού σπιτιού – διάβαζε τώρα ο άντρας και πάλι – μη στεναχωριέσαι και μην κλαίεις . Αυτά είναι τα τελευταία Χριστούγεννα της μοναξιάς , την άλλη χρονιά , το σπίτι θα είναι γεμάτο , θα έχουν γυρίσει οι δικοί σου απ ‘ τα μεγάλα ταξίδια ,, από βουνά κι από θάλασσες ,από δεινά και περιπέτειες .

Θα ‘ρθούνε οι γιοί και θάρθουν οι δυχατέρες , γαμπροί και νύφες ,αγγόνια και ανίψια , θανάχει γεμίσει το σπίτι . Και θα είναι ωραία όπως στα καλά χρόνια , και συ , Μητέρα , θάσαι και πάλι η κυρά της οικογένειας , η βασίλισσα του σπιτιού ,εκείνη που στολίζει αυτές τις γιορτές ,εκείνη που εμορφαίνει αυτά τα τραπέζια .

Μα αυτή τη βραδιά η μάνα είναι μονάχη , αυτή και η ψυχή της . Και δε λέει να ξεκολλήσει απ ‘ το παράθυρο , να κοιτάει τον παγωμένο δρόμο της γειτονιάς .

Δεν κατεβαίνει η μπουκιά με άδειο σπίτι , οι μέρες που είναι , δεν πάει κάτω το ψωμί .

Και , η μητέρα , μένει εκεί , με τα μάτια στο δρόμο , που κανένας δεν ανεβαίνει , κανένας δεν κατεβαίνει , πάρεξ οι φτωχοί οι σπουργίτες , που τιτιβίζουν μες στο χειμωνιάτικο σούρουπο του Δεκέμβρη .

Γιοί μου και δυχατέρες μου , ψιθυρίζει , τι γινήκατε , που απετάξατε και σας έχω χαμένους ;

Και φυσάει και βρέχει και χιονίζει και κάνει κρύο , κρύο σπίτι , κρύα ψυχή .

Και η σκέψη της γυρίζει και πετάει στα χρόνια που διαβήκαν , στους καιρούς που πέρασαν και στους χαμούς που επακολούθησαν .

Στις παλιές σβησμένες εικόνες , που άλλους καιρούς ,στόλιζαν το νοικοκυριό τους τα ωραία πρόσωπα των δικών της , τα κυπαρισσένια τους μπόγια , τα γραμμένα τους μάτια .

Όλοι αυτή η βραδιά , που είναι Χριστούγεννα , που βρέχει και χιονίζει και που η μάνα είναι μονάχη , έρχονται μες απ ‘ το σκότος της νύχτας , και μιλούν μαζί της και την τρελαίνουν .

Άμποτες ναν τους ξανάβλεπε ούλους , άμποτες να ξαναγύριζαν απ τα μεγάλα ταξίδια , ναν τους έσφιγγε μες τις αγκάλες της ναν τη βοήθαε ο Θεός !…»

Όταν σήκωσε τα μάτια ο άντρας , είδε εκεί και άλλες γυναίκες

:Τη Ζυγούραινα απ ‘ τη Βρύναινα και τη Βασίλω τη Σωτηρίου , τη Μανώλαινα απ ‘ τη Κερασιά , την Καραπαναιώταινα από Δεδέριανη , την Γκούνταινα από Κάπουρνα , τη Μήτσαινα απ ‘Αλίτσι , τη Στάθαινα από Διμήνι , τη Γλυκερία τη Χατζήνα από Πλάτανο , τη Σύσκαινα απ ‘ Αλμυρό , μια ακόμα που δεν τη θυμούνταν .¨

φωτογραφία : γυναίκες … κ Σοφία , κ Σταυρούλα ,

κ Στρατηγούλα , κ Στέλλα .

Λήμνος

Οι ανθρώπ απ τα Σβέρδια ήρταν να πάρουν τ ‘άλουγου.

Δοσ του πάρτου δόσ του πάρτου δόσ του πάρτου
με την κουβέντα και το κρασούδ φύγαν στις δυο η ώρα .
Σκνίπα στου μεθύσ .
Ναι αλλά αυτοί ήνταν απ ‘ τα Σβέρδια τότε , δεν ήταν εδώ .
Ήνταν Σβερδιανοί .
Ου …. ήταν ρουφιάνους . Ηγώ πούμαν μικρέλ ξικατουρήθκα .
Να όπως κι δω ακόμα είναι πγάδ .
Βγήκα μεσ στην αυλή να κατουρήσω . Ανάβω φακό .
Το φακό ήνταν απ κείνες τις πλατιές μπαταρίες που άμα έβγαζε απ μπρουστά έκαμε μεγάλου τέτιου .
Τού χαμε ιδικό για να βγαίνουμ έξου .
Βγαίνου όξου , είχαμ κι μια τριανταφυλλιά μεγάλ , πατού το φακό
βλέπου τον ……
Μπαμπά μπαμπά φουνάζω γω , πφου ου ρουφιάνους απ τη πόρτα !
Πήγα μέσα , τι φωνάζεις βρέ ,
λέου , του γνώρσα μαθέ, ου ……. ήταν μεσ στην αυλή .
Βρε του κιαρατά , τι γυρεύ .
Την επ αύριο δέκα η ώρα να ου χουρουφύλακας στου σπίτι .
Ηγώ ήμαν μικρό . Δεν πήγαινα στη μάντρα τότε .
Ε , ε , κυρά Μάλαμα πού ναι ου Τραντάφλλος ;
Καλά ου Τραντάφλλος μαθέ λέει , εδώ λε , ου Τραντάφλλος ένε στα πρόβατα μαθέ λέει , και στα χουράφια στη μάντρα .
– Ότι ώρα να ρθεί να πεις του θέλ ου αστυνόμους .
Η αστυνομία ήταν δω να , δεν ήνταν κια , λοιπόν , η μάναμ τώρα στεναχουρέθκε ,τι να του θέλ , τότε αμα σε γύρευ η αστυνουμία δεν ήταν γι αυτά , ήνταν για να .. !
Ηρτε ου μπαμπάζ μ κουρασμένους , στου είπει η μάνα μ .
θύμουσε ου μπαμπάζ μ , ε  καμιά φουρά σκώθκει , πήγε πα στην αστυνομία ,
κάτσαν , ήνταν ένας χουροφύλαξ του λέγαν Ξ…., απ τη Πελοπόννησο ,
είχε μια γναίκα πτανάρα , λοιπόν  , Τραντάφλλε χτες είχεις κουμουνιστές στο σπιτ
Θύμουσει ου μπαμπάσ ζ μ .
Ε και τι θες μ ‘αυτή την υπόθεσι .
-Τι λέγνει ;
Βρε θα μι ξεφουρτουθείτει ; Πουλώ ένα άλογο κ ‘ ήρταν να του παρι .
 Οχ , λέει , άλλα λέγ τι !
Βρε άντι  λέι ου μπαμπάσζ μ , τι θα πούμι  τι θα πούμι , 
κοιν δε ξέραν να παν στ μάντρα  ,αγράμματ αθρώπ ,
Ε , τέτοια κάμαν , τάχου δει ιγω .



Συναυλία στην μνήμη του Δημήτρη Μητροπάνου από το ΚΚΕ και την οικογένεια του

Χιλιάδες άνθρωποι , τραγούδησαν , χόρεψαν , και πέταξε η ψυχή τους στην μνήμη του Δημήτρη Μητροπάνου στην συναυλία που έγινε στο γήπεδο του Πανιωνίου από το ΚΚΕ και την οικογένεια του .

( μικρό ) ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΙΔΡΥΣΗΣ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΗΜΝΟΥ

Με τις ανασκαφές από την Αρχαιολογική Ιταλική Σχολή το 1920 και μετά , με την διεύθυνση του αρχαιολόγου Δελασέτα που έφεραν στο φως πολλούς αρχαιολογικούς θησαυρούς από την Ηφαιστία και τα Καμίνια είχε ξεκινήσει η συζήτηση για την ανάγκη ίδρυσης Μουσείου στο νησί .

Μετά από πολλά πισωγυρίσματα και κουβέντες ήρθε η τότε διοίκηση της ΠΑΛΛΗΜΝΙΑΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

σήμερα ΠΑΛΛΗΜΝΙΑΚΟ ΤΑΜΕΙΟ και το 1927 αποφασίζει και αγοράζει έναντι 300.000 δρχ το ακίνητο στο Ρωμαίικο γιαλό

– τέως Επαρχιακό Μέγαρο – και το παραχωρεί ,δωρίζει στο κράτος για την στέγαση του Αρχαιολογικού Μουσείου Λήμνου .

Ήρθε η κατοχή και το κτίριο το επιτάσσουν οι κατακτητές φασίστες και το χρησιμοποιούν για αποθήκη

Με την απελευθέρωση του νησιού το κτίριο χρησιμοποιήθηκε στεγάσθηκαν σε αυτό δημόσιες υπηρεσίες , μέχρι το 1956 , οπότε και άρχισε η μετεγκατάσταση τους και η επισκευή του κτιρίου .

Σήμερα το κόσμημα αυτό , θησαυροφυλάκιο με ανεκτίμητης αξίας αρχαιολογικών ευρημάτων , πνίγεται .. μιας και ο χώρος του δεν επαρκεί να φιλοξενήσει τον αρχαιολογικό πλούτο του νησιού .

Από ότι άκουσα κι αν δεν λαθεύω , έχει αρχίσει εδώ και καιρό

– αν δεν έχουν παρθεί αποφάσεις από τους υπεύθυνους – συζήτηση για μετεγκατάσταση του σε μεγαλύτερο κτίριο .

πηγές : To βιβλίο του κ Θοδωρή Μπελίτσου Παλλημνιακό Σχολικό Ταμείο Ένας αιώνας προσφοράς στην κοινωνία της Λήμνου ,

και η εφημερίδα ΛΗΜΝΟΣ .

φωτογραφία : ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΗΜΝΟΥ Μάης 2022

Θάνατος παλληκαριού


Κανείς δεν έπεσε να κοιμηθή ΄ όλοι αγρυπνούσαν .
Που να κλείσουν μάτι τέτοια χρονιάρα νύχτα .
Νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής .
Ό τι πέρασαν τα μεσάνυχτα , βουβές οι καμπάνες και στις τρεις εκκλησούλες του Θαλασσοχωριού .
Σωπαίνουν κ ‘ οι καμπάνες για του Χριστού τα πάθη ,
σα νάχουν κι αυτές ανθρώπινη ψυχή και δεν μπορούν απ ‘ το βαθύ καημό τους ούτε να ξεφωνίσουν .
Μόνο τα ξύλινα τριτσόνια ξεκουφαίνουν τον κόσμο στων παιδιών τα χέρια ‘τρέχουν τα παιδιά , κι από γειτονιά σε γειτονιά , κι από πόρτα σε πόρτα ,και τα χτυπούνε με κακό και με φωνές .:
Ώρα για την εκκλησιά ! Ώρα για την εκκλησιά ! Κ ‘ οι λιγοστοί που απομένουν βάρυπνοι , πετούνται ξαφνισμένοι και τρέχουν στο παράθυρο , θαρρώντας πως γλυκοχαράζει και πως περνάει κάπου ο επιτάφιος .
Για την αγάπη του Χριστού , μια φορά το χρόνο , τη μεγάλη Παρασκευή βουβαίνοντ ‘ οι καμπάνες του Θαλασσοχωριού – εκείνες μόνο – γιατί απ ‘ άκρη σ ‘άκρη το Θαλασσοχώρι σηκώνεται στο πόδι , για την αγάπη πάλι του Χριστού ,
μια φορά το χρόνο ,τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής .
Έτσι κ ‘ εκείνη τη νύχτα γυναίκες κι άντρες , άλλοι χώρια κι άλλοι μαζωχτοί , έβγαιναν απ ‘ τα σπίτια , από τους καφενέδες , και σκορπίζονταν εδώ κ ‘ εκεί κατά τις εκκλησιές .
Οι περπατησιές βαρυχτυπούσαν στα καλντερίμια κι ολοένα εμάκραινε τους ήχους ο αντίλαλος της νύχτας .
Κ ΄ η νύχτα , δροσοστάλαχτη , απριλιάτικη , μ ‘ένα φεγγάρι νυστασμένο , που πάει να βασιλέψη και χύνει αχνότερη γι ‘ αυτό τη λάμψη του στα μαύρα και ξασβέστωτα παλιόσπιτα και στα στραβά σοκάκια που , λίγη – περισσή , ποτέ κ ‘ η λάσπη δεν τους λείπει .
Οι εκκλησιές ολόφωτες με πόρτες ορθάνοιχτες .
Κάπου – κάπου ξεχύνονται ως έξω η φωνή του αναγνώστη ,πριν αρχίσουν οι θρήνοι ..
Αλλά το μεγάλο πανηγύρι γίνεται απ ‘έξω απ’ τις εκκλησιές .
Γύρω σε φωτιές μεγάλες , θρεμμένες με ρετσίνα ,με κληματόξυλα , με σανίδια με φρόκαλα , με σκαφίδια και με κοφίνια της μπουγάδας , και κάπου – κάπου μ ‘ολόκληρο παραθυρόφυλλο – αλίμονο στα χαμηλά σπιτάκια και στις ασυλλόγιστες νοικοκυρές ,
τη νύχτα εκείνη ! – γύρω σε φωτιές , του κόσμου τα παιδιά και τα παλιόπαιδα , και μέσα στα παιδιά κι άντρες με μουστάκια πηδούνε , τρέχουν , αλαλάζουν , δαιμονίζονται ‘
κι αστραποβολούνε στα σκότη και βροντοχτυπούνε στην ησυχία οι σαλιόρες και τα χαλκούνια – σώσον Κύριε !
κ ‘ οι τρακατρούκες και τα χαιμαλιά , με τέχνη καμωμένα από καλάμια κι από χοντρόχαρτα , και γεμισμένα με μπαρούτι , με μπαρούτι ατέλειωτο .
Δίσκος για το μπαρούτι γύριζε μέσα στις εκκλησιές .
Άντρες και παιδιά φωτοκάιγονταν μ ‘εκείνα , της φωτιάς τα σύνεργα , για την καλη χρονιά . Μπαρούτι μύριζε το Θαλασσοχώρι κ όι ενορίτες με τους ενορίτες στέκονταν αμάν για πόλεμο . Δεν ήταν μόνον οι εκκλησιές ανοιχτές ,την ώρα εκείνη . Εδώ κ ‘εκεί πρόβαλλε μισανοιγμένο κάνα μαγερειό ,κανένας καφενές .Όσο νάρθ ‘ η ώρα που θα βγη ο επιτάφιος , ως τις τρεις το πρωί , όλος ο κόσμος δε μπορούσε να περνά την ώρα του ολόρθος μες στην εκκλησιά !
Μ ‘ένα βαρύ – γλυκό μ ‘ένα μεζέ και δυο ρουφηξιές
«Κοτζινιώτικο… » κρασί , καταπιάνεται κανείς ύστερ ‘από τη νηστεία και παίρνει δύναμη για να συντροφέψη τον επιτάφιο .
Κι έτσι σιγά – σιγά οι παρέες τραβιούνταν κατά τις εκκλησιές με δροσισμένο στομάχι . Τελευταία είχε ξεχαστή στο κρασοπουλιό του Ψημένου μια συντροφιά χαρούμενη : o Μήτρος ο Ρουμελιώτης , ο Γιαννακός ο Ταρνάναμας , ο Μάρκος ο Κανίνιας και το παιδί της Χαρίταινας , που κανείς δεν τόκραζε με τ ‘ όνομα του ,όσο που και το ίδιο το ξέχασε κι άκουγε μόνο σαν τον φώναζαν » η Ταρία Ταρέλα «
Κ’ οι τέσσαρες θαλασσινοί ‘ ο πρώτος είχε ψαροκάικο ,
ο δεύτερος δούλευε στο ψαροκάικο του πρώτου , ο τρίτος ταξίδευε με τις μαούνες ,
και η Ταρία Ταρέλα ήταν ψαράς .
Και οι τέσσαρες , εικοσιπέντε χρονών κι αδερφωμένοι από τα μικρά τους χρόνια .
Το κρασί κ ΄η κουβέντα τους άναψαν το κεφάλι , κι αν δεν ήταν Μεγάλη Παρασκευή , θα τόσκουζαν . Το τραγούδι μισογαλινό , απαλά -απαλά κι αθέλητα ξεφύτρωνε στα χείλη τους τέτοια νύχτα .
Στα ύστερνά κατάλαβαν πως άργησαν . Στον Αι Νικόλα , λίγα ποδάρια παρέκει από το κρασοπουλιό , άρχισαν κ ‘έψελναν : Αι γενεαί αι πάσαι. Ο Ψημένος έστεκε στο φτερό για να κλείση . Πεταχτήκανε στη στιγμή . Βρεθήκανε στο δρόμο .
– Μωρέ ξέχασα τα βεγγαλικά ! φωνάζει ο Κανίνιας
Τα βεγγαλικά τα είχαν για να τ ‘ανάψουνε στον επιτάφιο .
– Στα πόδια του τραπεζιού τ ‘απίθωσα , ζερβά στην αγκωνή ,
λέει ο Μήτρος ‘ στάσου και στα φέρνω .
Και βιαστικός έκανε να γυρίση στον καφενέ .
Μα γυρίζοντας ,γλυστράει στο πεζούλι απάνου και ξαπλώνεται μακρύς -πλατύς και , γκόπ ! ακούστηκ ‘ ένας ξερός κρότος .Τρία ξέσκαστά γέλια ξέφυγαν από τα στόματα του Μάρκου , του Γιαννάκου και της Ταρίας , και μια φωνή , ένα «σκοτώθηκα» από το στόμα του Μήτρου .
– Καλά , αδερφέ που σκοτώθηκες ! … Σήκω τώρα ‘ μήπως χτύπησες ;
– Μωρέ , σκοτώθηκα ! Δεν μπορώ να σηκωθώ !
Δεν με πιστεύετε ; * απόσπασμα : ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

( Στους φίλους , στα παιδιά που λείπουν κι έφυγαν για πάντα από κοντά μας )

Η φωτογραφία του Επιτάφιου από τον φίλο και προέδρο της Ομοσπονδίας Λημνιακών Συλλόγων Αντώνη Καραγιάννη από τα χωριά της Σκάλας Λήμνου , Φισίνη – Αγία Σοφία -Σκανδάλι .