
Αυτή είναι η παράδοσις του ωραίου τροπαρίου
εις τον οποίον
μια καλονή και ένας αυτοκράτωρ
συνεργάσθησαν
και το οποίον
εγκλείει εντός του
μίαν τραγωδίαν
έρωτος.
«Κύριε, ή εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…».
Δεν γνωρίζω παράδοσιν, η οποία περισσότερον θα ηδύνατο να δώση αφορμήν εις δραματικόν αριστούργημα εις τον Ίψεν, ή και εις ειρωνικόν αριστούργημα εις τον Ανατόλ Φρανς, όσον η του τροπαρίου της Κασσιανής ή μάλλον της Εικασίας, το οποίον εψάλη χθες εις τας εκκλησίας.
Την παράδοσιν την γνωρίζετε όλοι, και επειδή συνδέεται με τους «Ισαύρους» και αναφέρεται εις τον τελευταίον των Εικονομάχων, είνε και επίκαιρος και ενδιαφερωτέρα.
Πρόκειται τωόντι διά τον Θεόφιλον τον υιόν Μιχαήλ του Τραυλού, τον οποίον ανελθόντα επί του θρόνου η μήτηρ Ευφροσύνη ηθέλησε να νυμφεύση. Απέστειλε λοιπόν ευνούχους εις όλας της αυτοκρατορίας τας πόλεις και συνεσώρευσεν εις το ιερόν ανάκτορον του Βυζαντίου όλας τας καλλονάς. Και έπειτα, καλών αυτάς εις την θαυμασιωτέραν των αιθουσών, εις την αίθουσαν του Τρικλινίου, την καλουμένην του Μαργαρίτου, έδωκεν εις τον αυτοκράτορα ένα χρυσόν μήλον λέγουσα να το δώση εις την μάλλον αρέσκουσαν αυτώ.
Και ο Θεόφιλος περιήλθε τας αγνώστους και τας ωραίας, όλα τα αινίγματα της καλλονής και της χάριτος, τα οποία προσεφέροντο ταρακτικά και επαφρόδιτα έμπροσθέν του. Μία ήτο η ωραιοτέρα και ωνομάζετο Εικασία, έλκουσα το γένος εξ ευγενών. Ο Θεόφιλος την επλησίασε και, καθώς ήτο σχολαστικός, μαθητεύσας εις τον Ιωάννην τον Γραμματικόν, ηθέλησε δίδων εις αυτήν το μήλον να της κάμη μίαν θεολογικήν ερώτησιν:
-Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα, της είπε∙ εννοών την Εύαν, την μητέρα πάσης αμαρτίας.
-Αλλά και εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτονα, απήντησεν η Εικασία, αντιτάσσουσα την Θεοτόκον, την μητέρα πάσης εξαγοράς […]και τόσον ωραία, ώστε ο Θεόφιλος εφοβήθη.
Είδε την γυναίκα ανωτέραν του, την είδε αναλαμβάνουσαν αυτήν τα ηνία του κράτους, την είδε αντιμαχομένην, ως άλλη Ειρήνη Αθηναία, εις τα σχέδιά του.
Και ανεχαιτίσθη και ανέλαβε το μήλον και το έδωκεν εις την Θεοδώραν, την οποίαν η τύχη ως ειρωνείαν αντέταξε κατόπιν εις τα σχέδιά του, την έκαμεν αντίπαλόν του και την έκαμε διάδοχον της Ειρήνης ακριβώς εις τα κατά των εικονομάχων σχέδια.
Η Εικασία, πλήρης μελαγχολίας, απεσύρθη εις μοναστήριον, το οποίον έκτισε πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως και το οποίον απεκαλείτο εξ αυτής Εικάσιον.
Γράφουσα τροπάρια είχεν ακριβώς τελειώσει εκείνο το οποίον εψάλη χθες εις τον εσπερινόν. Ευρίσκετο εις τας λέξεις «η εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν».
Αίφνης η αναγγελία τής ήλθεν, ότι ο βασιλεύς ήρχετο εις επίσκεψιν του μοναστηρίου.
Τα βήματά του ηχούν ήδη εις τον διάδρομον. Ο άνθρωπος, τον οποίον μόνον ηγάπησε εις την ζωήν της, όστις μίαν ημέραν ηθέλησε να της προσφέρη την ευτυχίαν και το στέμμα, ευρίσκετο εκεί πλησίον της.
Τότε η μοναχή εδειλίασεν. Ανελογίσθη όλην της την ζωήν, η οποία κατεστράφη, εφαντάσθη ότι η όψις του ανθρώπου εκείνου θα της κατέστρεφε όλον το οικοδόμημα της μετανοίας και της αφοσιώσεως προς τον Θεόν, το οποίον είχεν επιτελέση. Έχουσα πλέον τον Θεόν ως σύντροφον, εφαντάσθη να φύγη και εκρύβη σπαρασσομένη την καρδίαν, απαρνουμένη το παρελθόν, επιμένουσα εις την λήθην.
Και ο Θεόφιλος εισήλθε και ηννόησε ότι δεν έπρεπε να ίδη την μοναχήν, ότι η Εικασία, την οποίαν τις οίδε ποσάκις είχε νοσταλγήσει και είχεν αναλογισθή, ήτο δι’ αυτόν νεκρά. Ανέγνωσε το τροπάριον και προσέθεσεν ένα στίχον εις το δοξαστικόν: «Κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα φόβω εκρύβη».
Αυτή είνε η παράδοσις του ωραίου τροπαρίου, εις τον οποίον μία καλλονή και ένας αυτοκράτωρ συνειργάσθησαν και το οποίον εγκλείει εντός του μίαν τραγωδίαν έρωτος.
Αλλά πρόκειται τάχα διά μίαν απλήν παράδοσιν. Ο Βρουνέ δε Πρελ, ο διάσημος ιστορικός και μυθογράφος, επρότεινεν ότι καμμία ιστορική αλήθεια δεν υπήρχεν εις την διήγησιν αυτήν και ότι οι ρομαντικοί χρονογράφοι εφαντάσθησαν όλην αυτήν την πλοκήν.
Αλλά τελευταίος ο Ραμβώ υπεστήριξε την αυθεντικότητα της διηγήσεως. Όχι μόνον πολλοί χρονογράφοι αναφέρουν το πράγμα, αλλά και εις την Βυζαντινήν ιστορίαν πολλά άλλα παρόμοια γεγονότα αναφέρονται. Εις το συναξάριον του Αγίου Φιλαρέτου, προγενέστερον της Ιστορίας της Αγίας Εικασίας, άλλο όμοιον περιστατικόν συμβαίνει με την Ειρήνην, η οποία, θέλουσα να νυμφεύση τον υιόν της Κωνσταντίνον, καλεί εις το Βυζάντιον τας ωραιοτέρας κόρας της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων έρχεται και η Μαρία, η κόρη του Φιλαρέτου. Κατά την αυτήν εποχήν, εις την Ρωσσίαν οι Τσάροι συνεσώρευαν επίσης εις το Κρεμλίνον τας ωραιοτέρας παρθένους της σλαυικής φυλής και εξ αυτών εξέλεγον την σύζυγον.
Γνωρίζομεν άλλως τε ότι εις το Βυζάντιον […] η καλλονή […] ανεβίβαζεν εις τον θρόνον και ότι αι πορφυρογέννητοι κατά τούτο ήσαν όμοιαι με την Θεοδώραν, την θυγατέρα του Αρκτοφύλακος, και με την Θεοφανώ, την θυγατέρα του καπήλου.
Η ιστορία είνε λοιπόν αληθής. Εις το τροπάριον της Εικασίας δυνάμεθα ασφαλώς να μαντεύσωμεν ολόκληρον τραγωδίαν έρωτος και δύναται κανείς να αναλογισθή την περικαλλή παρθένον, την πλουσίαν άλλοτε εις όνειρα εγκόσμια, την μεθυσμένην τώρα εις ουρανόν, η οποία στιχουργεί εις αίνους και εις δοξαστήρια τας περιπετείας της ζωής της.
Πόσα υπήρξαν τα όνειρα, πόσοι οι πειρασμοί, πόσαι αι απογοητεύσεις εις την ζωήν αυτήν, την οποίαν ήγγισεν επί μίαν στιγμήν το στέμμα και την οποίαν κατόπιν εδέχθη του μοναστηρίου ο τάφος.
Υπάρχει ακόμη έν δίστιχον αυτής, εις το οποίον η Εικασία εξομολογείται:
ότι νυξ μοι υπάρχει
οίστρος ακολασίας ζοφώδης τε και ασέληνος
έρως της αμαρτίας.
Η θύελλα μυκάται εις την ψυχήν της, η σαρξ διαμαρτύρεται, ο ουρανός παλαίει με την γην και τις οίδε πόσοι πόθοι και πόσα δάκρυα έβρεξαν το τεμάχιον του παπύρου, εφ’ ού εγράφησαν οι ευσεβείς στίχοι τους οποίους η εκκλησία εμνημόνευε χθες.
ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΠΟΥΛΟΥ
εφ. Νέον Άστυ, 24 Μαρτίου 1904
ΑΥΓΗ. Μ.Τρίτη 14 Απριλίου 2009
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
(Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος)
Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου
Από τα απόστιχα ιδιόμελα του όρθρου της Μ. Τετάρτης: