Γιάννης Ρίτσος
Κατηφόρισαν με σκισμένα χιτώνια, με παλιά ντουφέκια
δίχως ψωμί στο γυλιό δίχως σφαίρες .
Μονάχα με μικρά οργισμένα ποτάμια κλείναν τα περάσματα
πίσω τους .
Είχαν βαδίσει μήνες και μήνες πάνου σ’ άγνωστες πέτρες
πάνου στο χιόνι μαζί με τις ελιές τους και τ’ αμπέλια τους –
άλλος άφησε κει πάνου ένα πόδι ένα χέρι
άλλος ένα μεγάλο κομμάτι απ ‘την ψυχή του
καθένας κι έναν η πιότερους νεκρούς .
Ύστερα γύρισαν με τις πληγές και τα κρυοπαγήματα
θάψανε τα ντουφέκια τους στα βράχια , στο χιόνι ,
στις κουφάλες των δέντρων
στο αχούρι , ανάμεσα στέγη και ταβάνι ,στη σκοτεινή αποθήκη
που βγάζει στο πίσω μέρος της νύχτας με ένα
μικρό λαδοφάναρο υπομονή .